- ἐξοικειουμένων
- ἐξοικειόωappropriatepres part mp fem gen plἐξοικειόωappropriatepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξοικειώνω — (AM ἐξοικειῶ, όω) καθιστώ κάποιον οικείο με κάποιον άλλο ή με κάτι, τόν συνηθίζω σε κάτι («εξοικειώθηκε γρήγορα με τα ήθη τού τόπου») αρχ. μσν. 1. μέσ. γίνομαι φίλος, συμφιλιώνομαι («κολακευόντων ὁμόρους... καὶ ἅμα ἐξοικειουμένων», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek